- γκιρλάντα
- ηβλ. γιρλάντα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιρλάντα — και γκιρλάντα, η 1. ταινία ή στεφάνι από φύλλα δένδρων ή λουλούδια για διακόσμηση σε κίονες, αψίδες, πόρτες, παράθυρα 2. συνεχές κέντημα στην άκρη ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ghirlanda (πρβλ. γαλλ. guirlande ισπ. guirlanda] … Dictionary of Greek